διαστολή

διαστολή
διαστολή, ῆς, ἡ (s. διαστέλλω; in var. senses since Anaximander 23 [? s. Aetius 3, 3, 1]; Eupolis, Fgm. 11, 15 Demiańczuk; ins, pap, LXX; PsSol 4:4; EpArist, Philo; Just., D. 20, 2) difference, distinction (so Chrysipp.: Stoic. II 158; Philod., De Pietate 123G; Ex 8:19 δώσω δ.; Philo, Mos. 2, 158—New Docs 2, 80 notes lack of evidence for this sense in ins and pap) Ro 3:22; δ. Ἰουδαίου τε καὶ Ἕλληνος distinction betw. a Jew and a Gentile 10:12. ἐὰν διαστολὴν τοῖς φθόγγοις μὴ δῷ if they (musical instruments) make no clear distinction in their tones 1 Cor 14:7 (s. Straub 83f).—DELG s.v. στέλλω. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαστολή — drawing asunder fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… …   Dictionary of Greek

  • διαστολή — η 1. (φυσ.), το φυσικό φαινόμενο της αύξησης του όγκου των σωμάτων εξαιτίας της θέρμανσης: Η ικανότητα του σίδηρου για διαστολή είναι σε όλους γνωστή. 2. διόγκωση, αύξηση: Διαστολή της καρδιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαστολῇ — διαστολῆι , διαστολεύς instrument for examining cavities masc dat sg (epic ionic) διαστολή drawing asunder fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστολή του σύμπαντος — Κοσμογονική υπόθεση η οποία είναι παγκοσμίως αποδεκτή σήμερα από όλους σχεδόν τους αστρονόμους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα παρουσιάζουν υψηλές ταχύτητες απομάκρυνσης, οι οποίες είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • αερίων, διαστολή — Βλ. λ. διαστολή …   Dictionary of Greek

  • διαστολαῖς — διαστολή drawing asunder fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστολαί — διαστολή drawing asunder fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστολήν — διαστολή drawing asunder fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστολῶν — διαστολή drawing asunder fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστολόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της διαστολής στερεών και υγρών. Ανάλογα με το σώμα του οποίου θα μετρηθεί η διαστολή και με την επιθυμητή ακρίβεια της μέτρησης, χρησιμοποιούνται διάφοροι τύποι δ. Για τα υγρά χρησιμοποιούνται δ. που αποτελούνται από δοχεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”